Της Αναστασίας Καραγιάννη*
29/04/2021
Ο λόγος, προφορικός ή γραπτός, απετελεί για τον άνθρωπο το μέσο επικοινωνίας και το διαχρονικό δέσιμο της σκέψης, της γνώσης, της εμπειρίας και της δημιουργικότητάς του[1], αποτυπώνοντας ιστορικά και πολιτισμικά γνωρίσματα. Μέσα από την γλώσσα αναπαράχθηκαν και αναπαράγονται νοήματα, οι δομές και οι σχέσεις της κοινωνίας στην οποία ζούμε. Μερικά από αυτά τα νοήματα αναπαράγονται και με την μορφή των στερεοτύπων.
Η έννοια του στερεότυπου εμφανίστηκε για πρώτη φορά στις κοινωνικές επιστήμες το 1922, όταν ο Lippman χρησιμοποίησε τον όρο για να περιγράψει την «τυπική εικόνα» που έρχεται στο μυαλό μας, την αναπαράσταση που έχουμε όταν αναφερόμαστε σε κάποια συγκεκριμένη κατάσταση[2]. Το πρώτο στάδιο στην απόκτηση στερεότυπων αφορά στην κατηγοριοποίηση των ατόμων σε ομάδες (π.χ. λόγω φύλου σε άνδρες, γυναίκες, non binary κλπ). Το δεύτερο στάδιο περιλαμβάνει την ανάθεση μιας ιδιότητας (γνωρίσματος, συμπεριφοράς, χαρακτηριστικού) στα άτομα βάσει της θεωρούμενης ιδιότητας του μέλους μίας από αυτές τις ομάδες. Μ’ αυτόν τον τρόπο, τα στερεότυπα συνοδεύονται από μία πεποίθηση ότι ένα συγκεκριμένο άτομο είναι πιθανό να έχει ένα ορισμένο χαρακτηριστικό και βάσει αυτής της πεποίθησης εξαρτάται η ένταξη του ατόμου σε μια κοινωνική ομάδα[3].
Τα στερεότυπα μπορεί να αποτελέσουν γνωστικές λειτουργίες τόσο των παιδιών όσο και των ενηλίκων στο να κάνουν πιο απλή την κατανόηση του κόσμου[4]. Τα παιδιά χρησιμοποιούν από πολύ μικρή ηλικία έμφυλα στερεότυπα για την αρχική κατανόηση των σχέσεων στο περιβάλλον τους. Έχει καταγραφεί, μάλιστα, ότι τα παιδιά από την ηλικία των τριών ετών αρχίζουν να παρουσιάζουν γνώση έμφυλων στερεότυπων και στην ηλικία των δέκα ετών περίπου γνωρίζουν τα περισσότερα κοινωνικά στερεότυπα και για τα δύο φύλα[5].
Ο όρος «στερεότυπα» έχει αποκτήσει αρνητική χροιά, καθώς έχει συνδεθεί με αρνητικούς όρους όπως ‘προκαταλήψεις’ και ‘διακρίσεις’. Στη βάση της αναγνώρισης των έμφυλων στερεοτύπων, τείνουμε να θεωρούμε τα φύλα πολύ διαφορετικά μεταξύ τους[6]. Συγκεκριμένα, τα έμφυλα στερεότυπα λόγω φύλου βασίζονται στην παραδοχή ότι οι άνδρες και οι γυναίκες έχουν βιολογικά εξελιχθεί για διαφορετικές εργασίες και έχουν άρα κοινωνικά προσαρμοστεί ανάλογα (μυϊκή δύναμη των αντρών και συναισθηματισμός των γυναικών).
Η κατηγορία «φύλο» χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά στις κοινωνικές επιστήμες στις αρχές της δεκαετίας του ’70 από την A. Oacley στο βιβλίο της «Sex, Gender and Society»[7].Σε αυτό το βιβλίο η A. Oacley απορρίπτει την αντίληψη που ανάγει το φύλο στη φυσιολογία ή στη βιολογία και επιβεβαιώνει πως το φύλο είναι μία δομή κατεξοχήν κοινωνική, οικονομική, πολιτισμική, οποίο και αναγνωρίζεται ως η βάση της κοινωνικής οργάνωσης[8]. Ωστόσο, η χρήση της έννοιας του φύλου επέτρεψε να διαγνωσθούν οι έμφυλες προκαταλήψεις και αποκλεισμοί όχι μόνο στις κοινωνικές και ανθρωπιστικές επιστήμες[9], αλλά και στις «αντικειμενικές», «ουδέτερες» ως προς το φύλο θετικές επιστήμες, στο δημόσιο και ιδιωτικό βίο[10].
Η σχέση γλώσσας και φύλου απασχόλησε τη φεμινιστική σκέψη κι επιστήμη εδώ και καιρό, στη βάση της πεποίθησης πως ο λόγος (discourse) και η γλώσσα απηχούν ιεραρχημένες/εξουσιαστικές κοινωνικές πραγματικότητες και συντελούν στην ανάπτυξη έμφυλων ανισοτήτων και διακρίσεων[11]. Άλλωστε σύμφωνα με τις κ. Γεωργαλλίδου, Γκασούκα και Λαμπροπούλου, η γλώσσα και ο τρόπος με τον οποίο αναφέρεται στις οντότητες του κόσμου αλληλεπιδρούν με τον τρόπο με τον οποίο αυτός ο κόσμος γίνεται αντιληπτός. Κατά συνέπεια, στο πλαίσιο του λόγου και της γλώσσας αναπαράγεται και διαιωνίζεται, ανάλογα με τις ιστορικές και πολιτιστικές συνθήκες, το πλέγμα των κυρίαρχων κάθε φορά έμφυλων προκαταλήψεων και στερεοτύπων[12].
Ο ενδιαφέρων διάλογος που αναπτύσσεται σχετικά, εστιάζει σε δύο κυρίως πεδία: α. στον τρόπο που τα φύλα και ειδικότερα οι γυναίκες χρησιμοποιούν τη γλώσσα και β. σε ό,τι συνηθίσαμε να αποκαλούμε γλωσσικό σεξισμό[13]. Και στις δύο περιπτώσεις οι ερμηνείες που προτείνονται και οι αξιολογήσεις που επιχειρούνται κατά κανόνα αξιοποιούν τα μοντέλα της κυριαρχίας και της ισχύος κι είναι γεγονός πως η χρήση τους προκάλεσε όχι μόνο θεμελιώδη ερωτήματα, αλλά και τη διατύπωση καινοτόμων θεωριών, όπως λόγου χάρη αυτή της J. Coates (1993,1997), περί της ποικιλομορφίας και της δύναμης του θηλυκού λόγου. Έτσι, οι διαφορετικές προσδοκίες που συνδέονται με τα φύλα και οι οποίες κυριαρχούν σε ένα δυτικό κοινωνικοπολιτισμικό πλαίσιο ενεργοποιούν και διαμορφώνουν συγκεκριμένη γλωσσική συμπεριφορά.
Η δεικτικότητα (indexicality) του λόγου συμβάλει στην συγκρότηση κοινωνικών ταυτοτήτων, όπως για παράδειγμα το φύλο, στα πλαίσια κοινωνικών δραστηριοτήτων, μέσω συγκεκριμένων στάσεων/θέσεων και πράξεων. Πιο συγκεκριμένα, τρία είναι τα χαρακτηριστικά της σχέσης μεταξύ γλώσσας και φύλου. Το πρώτο χαρακτηριστικό είναι ότι πρόκειται για σχέση μη αποκλειστική. Ελάχιστα γλωσσικά στοιχεία σημαίνουν ‘φύλο’ ή δηλώνουν το φύλο του ομιλούντος/συνομιλούντος ατόμου, ενώ τα περισσότερα μπορούν να χρησιμοποιηθούν και από τα δύο φύλα αλλά και για τα δύο φύλα (δεν μπορούμε να πούμε ότι προϋποθέτουν πραγματολογικά ‘άντρα’ ή ‘γυναίκα’). Πολλά γλωσσικά στοιχεία συνδέονται με το φύλο και με τη σημασιοδότηση άλλων κοινωνικών πληροφοριών.
Το δεύτερο χαρακτηριστικό είναι ότι πρόκειται για σχέση συγκροτητική, δηλαδή συστατική. Ένα γλωσσικό στοιχείο μπορεί να σημαίνει/σημαδεύει/δηλώνει διάφορες κοινωνικές σημασίες (για παράδειγμα στάσεις, κοινωνικές πράξεις, κοινωνικές δραστηριότητες) οι οποίες με τη σειρά τους συντελούν στη συγκρότηση έμφυλων σημασιών. Δηλαδή γλωσσικά στοιχεία, όπως η στάση, πράξη, δραστηριότητα που αποτελεί μέρος της προτιμώμενης εικόνας (νόρμες, στερεότυπες αντιλήψεις, προσδοκίες) για άντρες/γυναίκες σε μια κοινωνία (για παράδειγμα της θηλυκής ή αρσενικής συμπεριφοράς). Με αυτή την έννοια, η σχέση γλώσσας-φύλου είναι διαμεσολαβημένη στρατηγική αξιοποίηση αμφισημίας.
Επιπλέον, η σχέση γλώσσας και φύλου αφορά μία σχέση χρονικά υπερβατική. Η συγκροτητική δύναμη της γλώσσας υπερβαίνει/ξεπερνά τη χρονική στιγμή της εκφώνησης (παραγωγή, πρόσληψη) γιατί η γλώσσα μπορεί να συγκροτεί παρελθόντα συμφραστικά πλαίσια (επανασυμφραστικοποίηση)[14]. Έτσι, ένα σύνολο ατόμων τα οποία, συνδεόμενα σε ένα κοινό εγχείρημα, αναπτύσσουν και μοιράζονται τρόπους γλωσσικής και μη γλωσσικής δράσης, αντιλήψεις, αξίες, σχέσεις εξουσίας.
Σε αυτό το σημείο, αξίζει να σημειωθεί πως το φύλο ενός ατόμου δεν είναι μια στατική και προϋπάρχουσα κατηγορία, αλλά παράγεται και αναπαράγεται μέσω των διαφορετικών τρόπων συμμετοχής του στις διάφορες κοινωνικές πρακτικές. Αποτέλεσμα αυτού είναι η ετερογένεια κατηγοριών ‘θηλυκό’ και ‘αρσενικό’ και η συνέργεια ‘φύλου’ με άλλες κοινωνικές μεταβλητές.
Σύμφωνα με την θεωρία της ατομικότητας, θα πρέπει να εξασφαλίζεται η σύνδεση μικρο- και μακροεπιπέδου, η γενικευσιμότητα μικρο-ανάλυσης, αξιόπιστα εργαλεία μικρο-ανάλυσης, η διαπίστωση εκείνων των χαρακτηριστικών της, η διεπίδραση που συντελούν στη διατήρησή των σχέσεων εξουσίας και δυσχεραίνουν την ανατροπή τους. Ακόμη, σύμφωνα με την συνεκτική θεωρία θα πρέπει να προσεγγίζει το φύλο ως διαμεσολαβημένη κατηγορία από πράξεις (γλωσσικές και άλλες), στάσεις, κοινότητες πρακτικής κτλ. Επιπλέον, πρέπει να το αποσυνδέει από την απόλυτη δυαδικότητα και ομοιογένεια «θηλυκού»-«αρσενικού». Ακόμη, πρέπει να εξηγεί γιατί εμμένουμε στην καθημερινή ζωή, σ’ όλες τις κοινωνίες, σ’ αυτή την πόλωση μεταξύ θηλυκού και αρσενικού[15].
Πως όμως αυτή η σχέση επηρεάζεται/εμφανίζεται από την χρήση της τεχνολογίας/στον ψηφιακό χώρο;
Σύμφωνα με το λεξιλόγιο της Οξφόρδης, ως «τεχνολογία» (ετυμηγορία: τέχνη και λόγος) ορίζεται το άθροισμα των τεχνικών, των δεξιοτήτων, των μεθόδων ή/και των διαδικασιών που αξιοποιούνται και χρησιμοποιούνται κατά την παραγωγή αγαθών, προϊόντων ή υπηρεσιών, ή για την επίτευξη βασικών στόχων κατά την επιστημονική έρευνα. Αρχικά, ο όρος «τεχνολογία» περιλαμβάνει, εκτός από την υπάρχουσα τεχνολογία, και τη δημιουργία, το σχεδιασμό και τη ανάπτυξη νέας. Όπως σημειώνει η Wajcman (2010), ο ίδιος ο ορισμός της έννοιας «τεχνολογία» είναι γεμάτος από «αρρενωπές δραστηριότητες». Στις μέρες μας, καθημερινά ερχόμαστε σε επαφή με κάθε μορφής τεχνολογία, ιδιαίτερα με την ψηφιακή τεχνολογία.
Συγκεκριμένα, η επιρροή της ψηφιακής τεχνολογίας στην καθημερινή ζωή του ανθρώπου έχει καταστήσει την Τεχνολογία της Πληροφορίας και Επικοινωνίας απαραίτητη από όλους και σε όλους τους τομείς της ανθρώπινης δραστηριότητας προκειμένου ο άνθρωπος να ανταποκριθεί στις προκλήσεις αυτής της κοινωνίας του 21ου αιώνα και πέραν αυτής. Ο αντίκτυπος των τεχνολογικών εργαλείων έχει διαπεράσει σχεδόν όλους τους τομείς της ανθρώπινης δραστηριότητας και είναι κοινώς αποδεκτό ,πλέον, ότι οι ικανότητες ΤΠΕ είναι απαραίτητες για τη συμμετοχή στις σημερινές κοινωνικοπολιτικές, κοινωνικοοικονομικές και κοινωνικο-θρησκευτικές δραστηριότητες[16].
Συχνά λέγεται ότι ζούμε στην ψηφιακή εποχή. Πολλές από τις συσκευές που χρησιμοποιούμε στο σπίτι μας είναι ψηφιακές, όπως για παράδειγμα η συσκευή αναπαραγωγής δίσκων DVD ή CD, τα ψηφιακά θερμόμετρα ή τα ψηφιακά ρολόγια. Γενικά, με τον όρο «ψηφιακό», ή αλλιώς «digital» εννοούμε ένα σύστημα που παίρνει τιμές από μια ομάδα συγκεκριμένων τιμών. Αντίθετα, όταν ένα σύστημα είναι «αναλογικό», ή αλλιώς «analogue», οι τιμές που παίρνει είναι συνεχόμενες. Πιο αναλυτικά, συντελείται μία “ψηφιοποίηση”, δηλαδή λαμβάνει χώρα μία διαδικασία με την οποία αντικείμενα ή δεδομένα μπορούν να μετασχηματισθούν σε τέτοια μορφή ώστε να καθίσταται δυνατή η επεξεργασία τους από ηλεκτρονικό υπολογιστή. Τυπογραφικά στοιχεία, εικόνες, μουσικά κομμάτια και οπτικοακουστικά έργα αναλύονται σε δυαδικό κώδικα, αναγνώσιμο από ηλεκτρονικό υπολογιστή.
Στα πλαίσια της ψηφιοποίησης χρησιμοποιείται και ο προγραμματισμός υπολογιστών. Προγραμματισμός υπολογιστών (ή αγγλιστί «computer programming») καλείται το σύνολο των διαδικασιών σύνταξης ενός υπολογιστικού προγράμματος, συνήθως ως υλοποίηση κάποιων αλγορίθμων ύστερα από προσεκτική σχεδίαση, για την αυτοματοποιημένη εκτέλεση εργασιών ή επίλυση κάποιου υπολογιστικού προβλήματος από έναν υπολογιστή[17]. Ο προγραμματισμός περιλαμβάνει επίσης τον έλεγχο του προγράμματος για την επαλήθευση της ακρίβειας και της ορθότητάς του (αποσφαλμάτωση), και την προπαρασκευή των οδηγιών με τις οποίες ένας υπολογιστής θα εκτελέσει τις εντολές που καθορίζονται στις προδιαγραφές του προγράμματος. Θεμελιώδη ρόλο στον υπολογιστικό προγραμματισμό διαδραματίζουν οι χιλιάδες διαφορετικές γλώσσες προγραμματισμού, δηλαδή οι προτυποποιημένες τυπικές γλώσσες απαραίτητες για τη σύνθεση ενός προγράμματος. Ο πηγαίος κώδικας του προγράμματος αποτελείται από τις εντολές που έχει γράψει ο προγραμματιστής χρησιμοποιώντας μία γλώσσα προγραμματισμού[18]. Το πηγαίο πρόγραμμα για εκτελεστεί από την Κεντρική Μονάδα Επεξεργασίας (ΚΜΕ) του Η/Υ -τον επεξεργαστή, πρέπει στη συνέχεια να μεταφραστεί σε γλώσσα μηχανής από εξειδικευμένο λογισμικό, τους μεταγλωττιστές (compilers) και τους διερμηνείς (interpreters).
Μπορούμε να καταλάβουμε, λοιπόν, γιατί η Wajcman τόνισε ότι ο χώρος της τεχνολογίας είναι γεμάτος αρρενωπότητες, καθώς ο προγραμματισμός θεωρείται ακόμη ‘ανδρικό’ επάγγελμα. Άρα, τελικά, οι γλώσσες προγραμματισμού είναι γλώσσες που ‘ομιλούνται’ μόνο από και για άνδρες; Θα αναφερθούμε εν προκειμένω στο χώρο της τεχνητής νοημοσύνης ως έναν από τους τομείς της ψηφιακή τεχνολογίας στον οποίο θα εξετάσουμε εάν υπάρχει κίνδυνος έμφυλων προκαταλήψεων ή όχι.
Ο όρος τεχνητή νοημοσύνη αναφέρεται στον κλάδο της πληροφορικής ο οποίος ασχολείται με τη σχεδίαση και την υλοποίηση υπολογιστικών συστημάτων που μιμούνται στοιχεία της ανθρώπινης συμπεριφοράς τα οποία υπονοούν έστω και στοιχειώδη ευφυΐα: μάθηση, προσαρμοστικότητα, εξαγωγή συμπερασμάτων, κατανόηση από συμφραζόμενα, επίλυση προβλημάτων. Η τεχνητή νοημοσύνη αποτελεί σημείο τομής μεταξύ πολλαπλών επιστημών όπως της πληροφορικής, της ψυχολογίας, της φιλοσοφίας, της νευρολογίας, της γλωσσολογίας και της επιστήμης μηχανικών, με στόχο τη σύνθεση ευφυούς συμπεριφοράς, με στοιχεία συλλογιστικής, μάθησης και προσαρμογής στο περιβάλλον, ενώ συνήθως εφαρμόζεται σε μηχανές ή υπολογιστές ειδικής κατασκευής[19].
Πιο συγκεκριμένα, η τεχνητή νοημοσύνη έχει τη δυνατότητα να εισφέρει αντικειμενικότητα και αποτελεσματικότητα κατά την λήψη αποφάσεων- εφόσον δεν υπάρχει ο παράγοντας «άνθρωπος» στην εξίσωση, άρα ούτε και συναισθήματα και υποκειμενικές κρίσεις- και λιγότερο μεροληπτικές προκαταλήψεις. Όμως, όταν αυτές οι αποφάσεις βασίζονται σε δεδομένα ήδη μεροληπτικά ή συσχετίζονται με διακριτικό τρόπο εις βάρος άλλων φύλων, τότε υπάρχει πρόβλημα.
Έχουν ήδη χρησιμοποιηθεί συστήματα αυτοματοποιημένης λήψης αποφάσεων για τη βελτίωση των διαδικασιών λήψης αποφάσεων σε αιτήσεις δανείου, σε προσλήψεις στο εργασιακό περιβάλλον[20]. Ωστόσο, οι αλγόριθμοι[21] που χρησιμοποιούνται στα συστήματα αυτά είναι τόσο καλοί όσο τα δεδομένα που τους τροφοδοτούν. Η αποτελεσματικότητά τους εξαρτάται από το πώς και με τι δεδομένα προγραμματίζονται, καθώς οι συνέπειες μιας μεροληπτικής τεχνολογίας μπορεί να έχει σοβαρό αντίκτυπο στην προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, καθώς χρησιμοποιούνται στην εργασία, στο κράτος κοινωνικής πρόνοιας, στην εκπαίδευση, στα πλαίσια της εθνικής ασφάλειας κλπ., ενώ οι προκαταλήψεις μπορούν να διευρυνθούν εάν εισάγονται στον κώδικα με τον οποίο προγραμματίζονται αυτοί οι αλγόριθμοι ή εάν οι αλγόριθμοι εκπαιδεύονται στο να κάνουν διακρίσεις.
Παραδείγματα αλγοριθμικών προκαταλήψεων
Στην Αυστρία, έχει αναπτυχθεί μια αλγοριθμική εφαρμογή που μπορεί να προβλέπει ευκαιρίες στην αγορά εργασίας για τους ανθρώπους που δεν έχουν και αναζητούν εργασία. Αυτή η αλγοριθμική διαδικασία επικρίθηκε για διάφορους λόγους, όπως η έλλειψη διαφάνειας όσον αφορά τη χρήση δεδομένων και η ασαφής προσέγγισή της στην αναπαραγωγή πιθανών προκαταλήψεων, ιδίως σε σχέση με τη βάση δεδομένων που χρησιμοποιείται για την εκπαίδευση και την παροχή εισόδου στον αλγόριθμο[22]. Συγκεκριμένα, οι επικριτές επεσήμαναν ότι η χρήση κριτηρίων όπως το φύλο, η ηλικία, οι ευθύνες φροντίδας, τα θέματα υγείας και η ιθαγένεια στη διαδικασία λήψης αποφάσεων του αλγορίθμου μπορεί να ενισχύσει τις υπάρχουσες ανισότητες βάσει φύλου, εθνικής καταγωγής, αναπηρίας και ηλικίας. Ο λόγος για αυτό είναι ότι τα στατιστικά στοιχεία της αγοράς εργασίας δείχνουν ότι τα άτομα που πλησιάζουν τις ηλικίες συνταξιοδότησης, οι μετανάστες, τα άτομα με εκπαιδευτικά ή γλωσσικά ελλείμματα, οι εργαζόμενοι με χαμηλή ειδίκευση και οι γυναίκες με καθήκοντα οικιακής φροντίδας ήδη υποφέρουν από σημαντικά αρνητικά στερεότυπα στην αυστριακή αγορά εργασίας. Εάν τα στατιστικά δεδομένα που αποτελούν τη βάση του αλγορίθμου δεν διορθωθούν, ο ίδιος ο αλγόριθμος μπορεί να δίνει προκατειλημμένα αποτελέσματα.
Στη Γερμανία, η Εταιρεία Δημόσιων Μεταφορών του Βερολίνου προσέφερε στοχευμένες εκπτώσεις στις γυναίκες κατά τη Διεθνή Ημέρα της Γυναίκας, χρησιμοποιώντας αναγνώριση προσώπου[23]. Αυτή η συγκεκριμένη χρήση βασίστηκε σε δυαδική διάκριση μεταξύ ανδρών και γυναικών και βασίστηκε έντονα στα στερεότυπα.
Στην Ολλανδία, η μη διαθεσιμότητα λεπτομερών πληροφοριών σχετικά με τον αλγόριθμο SyRI για τον εντοπισμό απάτης ήταν ένας από τους κύριους λόγους για τους οποίους το Περιφερειακό Δικαστήριο της Χάγης έκρινε ότι ήταν ασυμβίβαστο με τον νόμο περί θεμελιωδών δικαιωμάτων[24]. Το Περιφερειακό Δικαστήριο επέκρινε την έλλειψη διαφάνειας και τις δυσκολίες που συνεπάγεται ο έλεγχος της λειτουργίας και των αποτελεσμάτων της. Επιπλέον, το Δικαστήριο θεώρησε ότι τα μοντέλα κινδύνου που χρησιμοποιούνται από τον αλγόριθμο κρατήθηκαν μυστικά για λειτουργικούς λόγους. Κατά συνέπεια, δεν μπορούσε να εκτιμηθεί εάν είχαν διακρίσεις, κάτι που το δικαστήριο έκρινε απαράδεκτο.
Γλώσσες προγραμματισμού και φύλο: ακόμη ένα παράδειγμα
Το GitHub είναι μια διαδικτυακή κοινότητα προγραμματισμού που προωθεί τη συνεργασία σε προγράμματα λογισμικού ανοιχτού και κλειστού κώδικα. Όταν οι άνθρωποι εντοπίζουν τρόπους βελτίωσης του κώδικα σε ένα συγκεκριμένο έργο, υποβάλλουν ένα “αίτημα έλξης/ pull request”. Αυτά τα αιτήματα στη συνέχεια εγκρίνονται ή απορρίπτονται από «εμπιστευτικά μέσα», από τους προγραμματιστές που είναι υπεύθυνοι για την επίβλεψη του έργου[25].
Για αυτήν τη μελέτη, οι ερευνητές/ριες εξέτασαν περισσότερα από 3 εκατομμύρια αιτήματα από περίπου 330.000 χρήστες του GitHub, εκ των οποίων περίπου 21.000 ήταν γυναίκες. Οι ερευνητές/ριες διαπίστωσαν ότι το 78,7% των αιτημάτων των γυναικών έγινε αποδεκτό, σε σύγκριση με το 74,6% για τους άνδρες. Ωστόσο, όταν εξετάστηκαν αιτήματα από άτομα που δεν ήταν εμπιστευτικοί στο σχετικό έργο, τα αποτελέσματα έγιναν πιο περίπλοκα.
Οι προγραμματιστές που μπορούσαν εύκολα να αναγνωριστούν ως γυναίκες βάσει των ονομάτων τους ή των φωτογραφιών προφίλ τους είχαν χαμηλότερα ποσοστά αποδοχής αιτήσεων έλξης (58 %) από τους χρήστες που μπορούσαν να αναγνωριστούν ως άνδρες (61 %). Ωστόσο, οι προγραμματιστές γυναικών που είχαν προφίλ ουδέτερου φύλου είχαν υψηλότερα ποσοστά αποδοχής (70 %) από οποιαδήποτε άλλη ομάδα, συμπεριλαμβανομένων ανδρών με προφίλ ουδέτερου φύλου (65 %).
Στα πλαίσια αυτά, αξίζει να επισημανθεί ότι μόνο το 16% του τεχνικού προσωπικού του Facebook και το 18% του Google είναι γυναίκες, σύμφωνα με στοιχεία που κυκλοφόρησαν το 2015!
Συμπέρασμα
Ως DATAWO κρίνουμε ότι η φεμινιστική θεώρηση της ανάπτυξης και χρήσης ψηφιακής τεχνολογίας είναι επιτακτική, δεδομένου ότι αποτελεί πλέον κομμάτι της καθημερινότητάς μας. Στα πλαίσια αυτά, η προστασία της ισότητας των φύλων σε ψηφιακά περιβάλλοντα κρίνεται αναγκαία. Οι γλώσσες προγραμματισμού είναι γλώσσες που πρέπει να ομιλούνται και από γυναίκες και για γυναίκες. Όλα τα φύλα πρέπει να έχουν ίσες ευκαιρίες εκπαίδευσης και απασχόλησης στον τομέα της τεχνολογίας. Μία λύση θα μπορούσε να αποτελέσει η χρήση των ποσοστώσεων. Εάν και οι ποσοστώσεις αποτελούν θετικό μεν μέτρο –μέτρο διάκρισης δε-, θεωρούμε ότι είναι ένα πρώτο βήμα για την εξασφάλιση ίσης μεταχείρισης των γυναικών- και όλων των φύλων- στον τεχνολογικό τομέα.
Στα πλαίσια αυτά, πρόκειται να διοργανώσουμε ένα φεμινιστικό εργαστήρι προγραμματισμού στο οποίο κάθε άνθρωπος που αυτοπροσδιορίζεται ως κορίτσι και γυναίκα θα μπορεί να αποκτήσει κάποιες εισαγωγικές γνώσεις προγραμματισμού, ούτως ώστε να μπορεί να εξοικειωθεί με κάποιες βασικές έννοιες προγραμματισμού. Υπεύθυνα και με αξιοπιστία προγραμματίζουμε και επόμενες δράσεις που θα έχουν ως στόχο την ευαισθητοποίηση της ελληνικής κοινωνίας σχετικά με ζητήματα έμφυλης ισότητας στα ψηφιακά περιβάλλοντα. Μείνετε συντονισμένοι/ες! Θερμές ευχές για Καλό Πάσχα!
*Η Αναστασία Καραγιάννη είναι συνιδρύτρια της DATAWO και αυτήν την περίοδο ασχολείται με το ερευνητικό της project σχετικά με την ισότητα των φύλων στα ψηφιακά περιβάλλοντα.
[1] Ανδρέας Μητρόπουλος, Αχαϊκή Ιατρική, Volume 35, Issue 2, Οκτώβριος 2016.
[2] Βασιλείου & Σταματάκης, 2000.
[3] Biernat et al., 1991.
[4] Hamilton, Sherman & Ruvolo, 1990. Macrae & Bodenhausen, 2000. Trautner et al., 2005.
[5] Martin & Bullock, 1986.
[6] Brannon, 2005.
[7] Γκασούκα.
[8] Η «αρχή του σχετίζεσθαι» Παπαταξιάρχης και Παραδέλλης, 1992. Έτσι, διαφάνηκε ο δυτικοκεντρικός και κοινωνικά κατασκευασμένος χαρακτήρας της αντιπαράθεσης φύση/πολιτισμός και να καταστεί επομένως δυνατός ο διαχωρισμός της έννοιας του Φύλου από τη βιολογική του διάσταση (Haraway 1991).
[9] Παπαταξιάρχης, και Παραδέλλης 1992.
[10] Γκασούκα, 2013.
[11] Fairclough, Norman, 2001.
[12] Weatherall, 2002.
[13] Παυλίδου Θ.Σ., Σύντομη Επισκόπηση της Γλωσσολογίας: Οπτική φύλου, 2013.
[14] Community of practice (κοινότητα πρακτικής). Πρόκειται για ενδιάμεση βαθμίδα μεταξύ διεπίδρασης/πρακτικής – κοινωνικής τάξης “an aggregate of people who come together around mutual engagement in mutual endeavor. Ways of doing things, ways of talking, beliefs, values, power relations – in short, practices – emerge in the course of this mutual endeavor”.
[15] Παυλίδου Θ.Σ., Σύντομη Επισκόπηση της Γλωσσολογίας: Οπτική φύλου, 2013.
[16] Καραγιάννη Α. , Ο ΟΗΕ και τα Δικαιώματα του Παιδιού στον Ψηφιακό Περιβάλλον: Προστασία Προσωπικών Δεδομένων και Ιδιωτικότητας, 2018.
[17] Αράπογλου Α.,Βραχνός Ε.,Λέκκα Δ.,Κανίδης Ε.,Μακρυγιάννης Π., Μπελεσιώτης Β., Τζήμας Δ., Παπαδάκης Σπ., «Προγραμματισμός Υπολογιστών Γ΄ Τάξη ΕΠΑ.Λ.», Διδακτικό Υλικό, Εκδόσεις Διόφαντος, 2017.
[18] Αράπογλου Α.,Βραχνός Ε.,Λέκκα Δ.,Κανίδης Ε.,Μακρυγιάννης Π., Μπελεσιώτης Β., Τζήμας Δ., Παπαδάκης Σπ., «Προγραμματισμός Υπολογιστών Γ΄ Τάξη ΕΠΑ.Λ.», Διδακτικό Υλικό, Εκδόσεις Διόφαντος, 2017.
[19] Βλαχάβας, Κεφαλάς, Βασιλειάδης, Κόκκορας, Σακελλαρίου, Τεχνητή Νοημοσύνη – Δ’ Έκδοση, 2020, Εκδόσεις Πανεπιστημίου Μακεδονίας.
[20] Cathy O’Neil, Όπλα μαθηματικής καταστροφής, 2016.
[21] Περισσότερα για τους αλγόριθμους, Algorithmic discrimination in Europe. Challenges and opportunities for gender equality and non-discrimination law, European Commission, 2020, σελ. 32-37.
[22] National Equality Ombud (Gleichbehandlungsanwaltschaft), inquiry to the Austrian Labour Market Service, 11 March 2019, διαθέσιμο: https://www.gleichbehandlungsanwaltschaft.gv.at/dam/jcr:4dd65631-38ae-43e5-8289-6fbd0cc29ef0/Schreiben_an_AMS_Bundesgesch%C3%A4ftsstelle_final_11.03.2019.pdf.
[23] State Anti-Discrimination Body of Berlin (2019), Algorithmen und das Recht auf digitale Gleichbehandlung. Dokumentation der Fachwerkstatt der Landesstelle für Gleichbehandlung – gegen Diskriminierung (Algorithms and the right to digital equality. Documentation of the specialist workshop) διαθέσιμο: www.berlin.de/sen/lads/ueber-uns/materialie.
[24] Rechtbank (District Court) The Hague 5 February 2020, ECLI:NL:RBDHA:2020:865, παράγραφοι 6.90 και 6.